- συσπειρωμένος
- η , ο (ν]1) сплочённый, объединённый; 2) свитый спиралью, закрученный; свёрнутый в клубок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακουλούριαστος — η, ο αυτός που δεν είναι κουλουριασμένος, συσπειρωμένος, κουβαριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κουλουριαστός < κουλουριάζω] … Dictionary of Greek
αμφελικτός — ἀμφελικτός, ή, ὸν (Α) [ἀμφελίσσω] (ποιητικός τύπος αντί ἀμφιελικτὸς) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος … Dictionary of Greek
κουλ(λ)ουριαστός — ή, ό [κουλ(λ)ουριάζω] κουλουριασμένος, συσπειρωμένος. Επιρρ. κουλ(λ)ουριαστά σαν κουλούρα, με σχήμα κυκλικό, με συσπείρωση … Dictionary of Greek
μαζωχτός — ή, ό (Μ μαζωχτός και μαζωτός, ή, όν) [μαζώνω] μαζεμένος, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, συσπειρωμένος 2. τακτοποιημένος μσν. ατελώς ανεπτυγμένος. επίρρ... μαζωχτά μαζί, από κοινού … Dictionary of Greek
υφιζάνω — Α 1. κάθομαι 2. κάθομαι κάτω συσπειρωμένος, μαζεύομαι («ὑφίζανον κύκλοις, ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην», Ευρ.) 3. υφίσταμαι καθίζηση, κατακαθίζω («τὸ χῶμα ὑφίζανεν ἄφνω», Αππ.) 4. (για την επιδερμίδα μετά από μεγάλη στέρηση) βαθουλώνω ή κρεμάω… … Dictionary of Greek
συσπειρώνομαι — συσπειρώνομαι, συσπειρώθηκα, συσπειρωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συσπειρώνω — συσπείρωσα, συσπειρώθηκα, συσπειρωμένος 1. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον: Συσπείρωσαν τις δυνάμεις τους. – Συσπειρώθηκαν γύρω από τον αρχηγό τους. 2. κουλουριάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)